στρυφνοπάθεια

στρυφνοπάθεια
ἡ, Α
οργανισμός με γερή κράση, οργανισμός απρόσβλητος στις διάφορες ασθένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρυφνός + πάθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”